- ἡμιδανάκη
- ἡμι-δᾰνάκη [νᾰ], ἡ,A half-δανάκη, prob.l. in Theon Prog.13: —[var] Dim. [suff] ἡμί-ιον, τό, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιδανάκη — ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α) περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δανάκη*] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek